αἰγόνυξ

αἰγόνυξ
αἰγ-όνυξ, υχος, , ,
A = αἰγῶνυξ, APl.4.258.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιγόνυξ — αἰγόνυξ ( υχος), ο, η (Α) ο αἰγῶνυξ* …   Dictionary of Greek

  • αἰγόνυχα — αἰγόνυξ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγώνυξ — αἰγῶνιξ και αἰγόνυξ ( υχος), ο, η (Α) αυτός που έχει νύχια κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ] …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”